- ὀφθαλμός
- глаз
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ὀφθαλμός — eye masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek
οφθαλμός — ο 1. όργανο της όρασης, αλλ. μάτι. 2. (βοτ.), μάτι κλαδιού φυτού, μπουμπούκι απ όπου βγαίνει το βλαστάρι ή το λουλούδι. 3. (ναυτ.), τρύπα στα πλάγια του πλοίου. 4. στην τυπογραφία, το ανάγλυφο τμήμα του τυπογραφικού στοιχείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τὶ μάλιστα ἵππον πιαίνει, ὁποῦ δεσπότου ὀφθαλμός. — τὶ μάλιστα ἵππον πιαίνει, ὁποῦ δεσπότου ὀφθαλμός. См. Хозяйский глаз смотрок! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Αλεται ὸφϑαλμός μευ ό δεξίος. — См. Правый глаз чешется к смеху … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οὐδεν οὕτω πιαίνει τόν ἵππον, ὡς βασιλέως ὀφθαλμός. — См. Хозяйский глаз смотрок! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
οὑφθαλμός — ὀφθαλμός , ὀφθαλμός eye masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφθαλμοῖν — ὀφθαλμός eye masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφθαλμοῖο — ὀφθαλμός eye masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφθαλμοῖς — ὀφθαλμός eye masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφθαλμοῖσι — ὀφθαλμός eye masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)